- ὑψιπετήεις
- ὑψι-πετήεις = ὑψιπέτης.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ὑψιπετήεις — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψιπετήεις — εσσα, εν, Α (επικ. τ.) υψιπέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψιπέτης + κατάλ. ήεις (βλ. λ. όεις*] … Dictionary of Greek